- νιφόκτυπος
- νιφόκτυπος, ον (Α)αυτός που βάλλεται από χιόνι («σὲ τὸν βολαῑς νιφοκτύποις δυσχείμερον ναίονθ' ἕδραν, θηρονόμε Πάν», Καστοριών στον Αθηναίο).[ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. -ο- + κτύπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιφοκτύποις — νιφόκτυπος rattling with snow masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek